ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Ό,τι έχουμε πει για το πρόγραμμα και για το ρόλο της εμπροσθοφυλακής και των τύπων της δραστηριότητάς της, δείχνει σαφώς ότι αυτή η εμπροσθοφυλακή πρέπει να οργανωθεί. Πώς;
(I) ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Είναι προφανές ότι προκειμένου να δράσουμε χρειαζόμαστε ένα σώμα συνεπών ιδεών. Αντιφάσεις και δισταγμοί αποτρέπουν τις ιδέες να αναπτυχθούν. Από την άλλη πλευρά, η «σύνθεση», ή μάλλον η συσσώρευση μη συναφών ιδεών που συμφωνούν μόνο σε όσα δεν είναι οποιασδήποτε πραγματικής σπουδαιότητας, μπορεί μόνο να προκαλέσει τη σύγχυση και δεν μπορεί να καταστραφεί από τις διαφορές που είναι αποφασιστικής σημασίας.
Όπως και για τους λόγους που αναπτύξαμε στην ανάλυσή μας για το πρόβλημα του προγράμματος, όπως επίσης και τους βαθείς ιδεολογικούς λόγους σχετικά με τη φύση αυτού του προγράμματος, έτσι υπάρχουν και πρακτικοί λόγοι που απαιτούν μια γνήσια οργάνωση βασισμένη στην ιδεολογική ενότητα.
Η έκφραση αυτής της κοινής και μοναδικής ιδεολογίας μπορεί να είναι το προϊόν μιας σύνθεσης – αλλά μόνο υπό την έννοια της αναζήτησης μιας ενιαίας έκφρασης των βασικά παρόμοιων ιδεών με μια κοινή ουσιαστική έννοια.
Η ιδεολογική ενότητα δημιουργείται από το πρόγραμμα το οποίο εξετάσαμε νωρίτερα (και θα ορίσουμε αργότερα): ένα ελευθεριακό κομμουνιστικό πρόγραμμα που εκφράζει τις γενικές επιθυμίες των εκμεταλλευομένων μαζών. Πρέπει πάλι να ξεκαθαρίσουμε ότι η ειδική οργάνωση δεν είναι μια ένωση ή μια συμβατική κατανόηση μεταξύ των ατόμων που διατηρούν τις τεχνητές ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Αναδύεται και αναπτύσσεται με οργανικό και φυσικό τρόπο επειδή αντιστοιχεί σε μια πραγματική ανάγκη. Η ανάπτυξή της στηρίζεται σε μια σειρά συγκεκριμένων ιδεών που δεν έχουν μόνο δημιουργηθεί από ένα κομμάτι αλλά που παραμελούν τις βαθιές επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων. Έτσι η οργάνωση έχει μια ταξική βάση αν και δέχεται μέλη αρχικά από τις προνομιούχες τάξεις και απορρίπτεται κατά κάποιο τρόπο από αυτούς.
(II) ΤΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ, ΕΝΑΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
Χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα ως βάση της, η οργάνωση επεξεργάζεται μια γενική τακτική κατεύθυνση. Αυτό της επιτρέπει να εκμεταλλεύεται όλα τα πλεονεκτήματα δομής: συνοχή και εμμονή στη δουλειά, δυνατότητες και δυνάμεις μερικών μελών που καλύπτουν τις αδυναμίες άλλων, συγκέντρωση των προσπαθειών, οικονομία δυνάμεων, δυνατότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις περιστάσεις με την πιο μεγάλη αποτελεσματικότητα οποιαδήποτε στιγμή. Η τακτική ενότητα αποτρέπει τον καθέναν να οπισθοδρομήσει προς διάφορες κατευθύνσεις, απελευθερώνει το κίνημα από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των διαφόρων τακτικών και της διαμάχης της μιας με την άλλη.
Είναι εδώ που αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της επεξεργασίας της τακτικής μας. Όσον αφορά την ιδεολογία – το βασικό πρόγραμμα, τις αρχές εάν θέλετε – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: αναγνωρίζονται από το κάθε μέλος της οργάνωσης. Εάν υπάρχει διαφορά άποψης σχετικά με τα ουσιαστικά θέματα υπάρχει μια διάσπαση και ο νεοφερμένος στην οργάνωση δέχεται αυτές τις βασικές αρχές, οι οποίες μπορούν μόνο να τροποποιηθούν με την ομόφωνη συμφωνία ή με το κόστος μιας αποχώρησης. Υπάρχει κυρίως ένα άλλο θέμα του ζητήματος της τακτικής.
Η ομοφωνία μπορεί να επιδιωχθεί αλλά μόνο μέχρι το σημείο όπου προκειμένου να επιτευχθεί αυτό θα σήμαινε ότι ο καθένας συμφωνεί στο να μην αποφασίζεται τίποτα, αφήνοντας μια οργάνωση σαν ένα κενό κοχύλι, στραγγισμένο από την ουσία του (και της χρήσης της δεδομένου ότι ο ακριβής σκοπός της οργάνωσης είναι να συντονίσει τις δυνάμεις προς έναν κοινό στόχο). Έτσι, όταν προβληθούν όλα τα επιχειρήματα για τις διαφορετικές προτάσεις, όταν η συζήτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί με ωφέλιμο τρόπο, όταν συγχωνεύονται οι παρόμοιες απόψεις που συμφωνούν σε γενικές γραμμές και εξακολουθεί να παραμένει μια αμείωτη αντίθεση μεταξύ των διαφορετικών τακτικών, τότε η οργάνωση πρέπει να βρει ένα διέξοδο. Και υπάρχουν μόνο τέσσερις πιθανότητες:
(α) Να μην αποφασιστεί τίποτα, άρα άρνηση για δράση, και τότε η οργάνωση χάνει κάθε λόγο ύπαρξης.
(β) Αποδοχή των τακτικών διαφορών και αφήνοντας τον καθένα στην άποψή του. Η οργάνωση μπορεί να το επιτρέψει αυτό σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και για ζητήματα που δεν είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας.
(γ) Να αποφασίσει η οργάνωση μέσω ψηφοφορίας που θα επιτρέψει στην πλειοψηφία να προχωρήσει, στη μειοψηφία να δεχτεί να υποχωρήσει στις απόψεις της όσον αφορά τη δημόσια δραστηριότητα αλλά να διατηρήσει το δικαίωμα να αναπτύξει το επιχείρημά της στο εσωτερικό της οργάνωσης – κρίνοντας ότι εάν οι απόψεις της συμφωνούν με την πραγματικότητα περισσότερο από την άποψη της πλειοψηφίας τότε θα επικρατήσουν τελικά από την έκβαση των ίδιων των δραστηριοτήτων.
Μερικές φορές έχει επικαλεσθεί η έλλειψη αντικειμενικότητας στη διαδικασία αυτή, κάτι που δεν απεικονίζει απαραιτήτως την αλήθεια, αλλά που είναι η μοναδική πιθανή. Δεν είναι σε καμία περίπτωση καταναγκαστικό καθώς ισχύει μόνο επειδή τα μέλη της οργάνωσης το δέχονται καταρχήν και επειδή η μειοψηφία το αποδέχεται ως αναγκαιότητα, κάτι που επιτρέπει να γίνονται αποδεκτές οι προτάσεις περί στρατηγικής και να τίθενται σε εφαρμογή.
(δ) Όταν δεν υπάρχει καμία πιθανότητα συμφωνίας μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας σε ένα κρίσιμο ζήτημα που απαιτεί από την οργάνωση να πάρει μια θέση, τότε επέρχεται, φυσικά και αναπόφευκτα, η διάσπαση.
Σε κάθε περίπτωση ο στόχος είναι η τακτική ενότητα και εάν δεν καταβάλλονται προσπάθειες να επιτευχθεί αυτή τότε τα συνέδρια θα ήταν ατελέσφορα και διαμάχες χωρίς κέρδος. Να γιατί η πρώτη πιθανή έκβαση (α) – να μην αποφασιστεί τίποτα – θα απορριφθεί σε κάθε περίπτωση και η δεύτερη (β) – να επιτραπεί η ύπαρξη αρκετών διαφορετικών τακτικών – μπορεί να είναι μόνο μια κατ’ εξαίρεση επιλογή. Φυσικά είναι μόνο οι συνελεύσεις όπου αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η οργάνωση, οι οποίες μπορούν να αποφασίσουν την τακτική γραμμή που πρέπει να καθορισθεί (διασκέψεις, συνέδρια, κ.λπ.).
(ΙΙΙ) ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Από τη στιγμή που αυτές οι γενικές τακτικές (ή προσανατολισμός) έχουν αποφασιστεί τότε έρχεται το πρόβλημα της εφαρμογής τους. Είναι προφανές ότι εάν η οργάνωση έχει καθορίσει μια γραμμή συλλογικής δράσης αυτό γίνεται επειδή οι δραστηριότητες κάθε μέλους και κάθε ομάδας που είναι μέρη της οργάνωσης προσαρμόζονται στη γραμμή αυτή. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν μια πλειοψηφία και μια μειοψηφία που έχουν πάρει διαφορετικό δρόμο αλλά έχουν συμφωνήσει να συνεχίσουν μαζί, δεν μπορεί καμία πλευρά να απειλήσει την άλλη, επειδή όλοι έχουν συμφωνήσει με αυτόν τον τρόπο δράσης εκ των προτέρων και έχουν όλοι την ευθύνη για την κατάρτιση της «γραμμής». Αυτή η ελεύθερα αποδεχόμενη πειθαρχία δεν έχει τίποτα κοινό με τη στρατιωτική πειθαρχία και την παθητική υπακοή στις διαταγές. Δεν υπάρχει κάποιος καταναγκαστικός μηχανισμός για να επιβάλει μια άποψη που δεν γίνεται αποδεκτή από ολόκληρη την οργάνωση: υπάρχει απλώς σεβασμός των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται ελεύθερα, τόσο από τη μειοψηφία όσο και από την πλειοψηφία.
Φυσικά οι αγωνιστές και τα διαφορετικά επίπεδα της οργάνωσης μπορούν να πάρουν πρωτοβουλίες αλλά μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις συμφωνίες και τις ρυθμίσεις που αποφασίζονται από τα αρμόδια όργανα: δηλαδή εάν αυτές οι πρωτοβουλίες αποτελούν στην πραγματικότητα εφαρμογές των συλλογικών αποφάσεων. Αλλά όταν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες αφορούν ολόκληρη την οργάνωση, κάθε μέλος πρέπει να συμβουλευτεί την οργάνωση διαμέσου των αντιπροσωπευτικών οργάνων. Έτσι, συλλογική δράση και όχι η δράση που αποφασίζεται προσωπικά από τους ξεχωριστούς αγωνιστές.
Κάθε μέλος συμμετέχει στη δραστηριότητα ολόκληρης της οργάνωσης με τον ίδιο τρόπο που η οργάνωση είναι αρμόδια για την επαναστατική και πολιτική δραστηριότητα καθενός από τα μέλη της, δεδομένου ότι δεν ενεργούν σε έναν πολιτικό χώρο χωρίς να συμβουλεύονται την οργάνωση.
(IV) ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΟΠΟΙΗΣΗ Ή ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Βρισκόμενο σε αντίθεση με το συγκεντρωτισμό, που είναι η τυφλή υποβολή των μαζών σε ένα κέντρο, το ομοσπονδιακό σύστημα επιτρέπει εκείνες τις συγκεντροποιήσεις που είναι απαραίτητες και επιτρέπει την αυτόνομη λήψη αποφάσεων κάθε μέλους και του ελέγχου τους από το σύνολο. Περιλαμβάνει μόνο τους συμμετέχοντες σε ό,τι είναι κοινό σε αυτούς.
Όταν το ομοσπονδιακό σύστημα συγκεντρώνει ομάδες που βασίζονται σε υλικά ενδιαφέροντα βασίζεται σε μια συμφωνία και η βάση για την ενότητα μπορεί μερικές φορές να είναι αδύνατη. Αυτό συμβαίνει σε ορισμένους τομείς της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Αλλά στην επαναστατική αναρχική οργάνωση, όπου μπαίνει το ζήτημα ενός προγράμματος που να αντιπροσωπεύει τις γενικές επιθυμίες των μαζών, η βάση της συσπείρωσης (οι αρχές, το πρόγραμμα) είναι πιο σημαντική από οποιεσδήποτε διαφορές και η ενότητα είναι πολύ ισχυρή: παρά να είναι ένα σύμφωνο ή μια σύμβαση εδώ πρέπει να μιλήσουμε για μια λειτουργική, οργανική, φυσική ενότητα.
Έτσι το ομοσπονδιακό σύστημα δεν πρέπει να γίνει κατανοητό ως το δικαίωμα επίδειξης των προσωπικών σας ιδιοτροπιών χωρίς να σκέφτεστε τις υποχρεώσεις που έχετε αναλάβει στην οργάνωση. Σημαίνει την κατανόηση που επιτυγχάνεται μεταξύ των μελών και των ομάδων για την εκτέλεση μιας κοινής δράσης προς έναν κοινό στόχο – αλλά ελεύθερη κατανόηση, μια αξιοσημείωτη ένωση.
Μια τέτοια κατανόηση υπονοεί, αφενός, ότι εκείνοι που την δέχονται εκπληρώνουν τα καθήκοντα που έχουν αποδεχθεί ολοκληρωτικά και τα εκτελούν σύμφωνα με τις συλλογικές αποφάσεις, αφετέρου υπονοεί ότι τα συντονιστικά και εκτελεστικά σώματα διορίζονται και ελέγχονται από ολόκληρη την οργάνωση στις συνελεύσεις και τα συνέδριά της και ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους είναι καθορισμένα επακριβώς.
Έτσι είναι στις ακόλουθες βάσεις στις οποίες μπορεί να στηριχθεί μια αποτελεσματική αναρχική οργάνωση:
– Ιδεολογική Ενότητα
– Τακτική Ενότητα
– Συλλογική Δράση και Πειθαρχία
– Ομοσπονδιοποίηση