Μέρος 2 – Το πρόβλημα του προγράμματος

Καθώς ο αναρχισμός είναι μια κοινωνική θεωρία αυτό τον καθιστά γνωστό μέσω ενός συνόλου αναλύσεων και προτάσεων που καθορίζουν τους σκοπούς και τους στόχους, με άλλα λόγια μέσω ενός προγράμματος. Και είναι αυτό το πρόγραμμα που αποτελεί την κοινή πλατφόρμα όλων των αγωνιστών στην αναρχική οργάνωση. Χωρίς αυτή την πλατφόρμα, η μόνη συνεργασία που θα μπορούσε να υπάρξει θα βασιζόταν σε συναισθηματικές, ασαφείς και συγχυσμένες επιθυμίες, και δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε πραγματική ενότητα απόψεων. Θα υπήρχε τότε μόνο μια απλή ενοποίηση κάτω από το ίδιο όνομα διαφορετικών και ακόμη αντιτιθέμενων μεταξύ τους ιδεών.

Εδώ προκύπτει ένα ερώτημα: δεν θα μπορούσε το πρόγραμμα να είναι μια σύνθεση, λαμβάνοντας υπόψη αυτό που είναι κοινό στους ανθρώπους που αναφέρονται στο ίδιο ιδανικό ή, ακριβέστερα, στο ίδιο πράγμα ή σχεδόν στην ίδια ετικέτα; Θα ήταν τότε σαν να επιδιωκόταν μια τεχνητή ενότητα με την οποία να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και θα επιδοκιμάζονταν μόνο τις περισσότερες φορές αυτά που δεν είναι πραγματικά σημαντικά: θα είχαμε μεν μια κοινή αλλά σχεδόν κενή πλατφόρμα. Το πείραμα έχει δοκιμαστεί πάρα πολλές φορές και έξω από «συνθέσεις» – συνδικάτα, συνασπισμοί, συμμαχίες και συνενοήσεις – και έχει πάντα επιφέρει αναποτελεσματικότητα και μια γρήγορη επιστροφή στις συγκρούσεις: καθώς η πραγματικότητα δημιουργεί προβλήματα για τα οποία καθένας προσέφερε διαφορετικές ή αντίθετες λύσεις και οι παλαιές μάχες επανεμφανίστηκαν και η κενότητα, η αχρηστία του κοινού ψευδοπρογράμματος – που θα μπορούσε μόνο να είναι μια άρνηση δράσης – παρουσιάστηκε ξεκάθαρα. Και εκτός αυτού, η ίδια η ιδέα της δημιουργίας ενός προγράμματος από συρραφές, με το να ψάχνουμε για μίνιμουμ σημεία που υιοθετούνται από κοινού, υποθέτει ότι όλες οι απόψεις που τίθενται είναι σωστές και ότι ένα πρόγραμμα μπορεί ακριβώς να ξεπηδήσει από τα μυαλά των ανθρώπων αφηρημένα.

Τώρα, ένα επαναστατικό πρόγραμμα, το αναρχικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να είναι κάτι που δημιουργείται από ελάχιστους ανθρώπους και επιβάλλεται έπειτα στις μάζες. Είναι το αντίθετο αυτού που πρέπει να συμβεί: το πρόγραμμα της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής, της ενεργού μειοψηφίας, μπορεί μόνο να είναι η έκφραση – συνοπτική και δυναμική, σαφής και αποδοτική, συνειδητή και απλή – των επιθυμιών των εκμεταλλευόμενων μαζών που καλούνται να κάνουν την Επανάσταση. Με άλλα λόγια: η τάξη προηγείται του πολιτικού κόμματος.

Το πρόγραμμα πρέπει να καθοριστεί μετά από τη μελέτη, τη δοκιμή και την παράδοση που επιζητείται συνεχώς από τις μάζες. Έτσι στην επεξεργασία του προγράμματος πρέπει να επικρατήσει μια συγκεκριμένη εμπειριοκρατία, που να αποφεύγει το δογματισμό και να μην αποτελεί ένα σχέδιο που συντάσσεται από μια μικρή ομάδα επαναστατών στο όνομα των όσων παρουσιάζεται από τις δραστηριότητες και τις σκέψεις των μαζών. Με τη σειρά του, όταν το πρόγραμμα επεξεργαστεί και παρουσιαστεί έρθει προς γνώση αυτών των μαζών μπορεί μόνο να βελτιώσει το επίπεδο συνείδησής τους. Τελικά, το πρόγραμμα, καθορισμένο κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να τροποποιηθεί καθώς προχωρεί η ανάλυση της κατάστασης και των τάσεων των μαζών και μπορεί να επαναδιατυπωθεί με πιο σαφείς και πιο ακριβείς όρους.

Σκεπτόμενοι κατ’ αυτό τον τρόπο, το πρόγραμμα δεν είναι πλέον μια ομάδα δευτερευόντων σημείων που φέρνουν μαζί – ή μάλλον που δεν διαχωρίζουν – ανθρώπους που ίσως σκέφτονται σχεδόν το ίδια πράγματα, αλλά είναι, αντίθετα, ένα σώμα αναλύσεων και προτάσεων που υιοθετείται μόνο από εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτές και που αναλαμβάνουν να τις διαδώσουν και να το κάνουν πραγματικότητα. Αλλά ίσως πείτε, ότι αυτή η πλατφόρμα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από κάποιο άτομο ή μια ομάδα. Φυσικά, αλλά δεδομένου ότι δεν είναι ζήτημα οποιουδήποτε παλαιού προγράμματος αλλά το πρόγραμμα του κοινωνικού αναρχισμού, οι μόνες προτάσεις που θα γίνουν αποδεκτές είναι εκείνες που συμφωνούν με τα ενδιαφέροντα, τις επιθυμίες, τη σκέψη και την επαναστατική ικανότητα της εκμεταλλευόμενης τάξης. Κατόπιν μπορείτε να μιλήσετε κανονικά για μια σύνθεση επειδή δεν είναι πλέον ζήτημα παραμερισμού σημαντικών πραγμάτων που προκαλούν διαχωρισμό – είναι πλέον ζήτημα ανάμιξης των νέων κοινών προτάσεων που μπορούν να φέρουν την ενοποίηση σε ουσιαστικά σημεία. Είναι ο ρόλος των συνεδριάσεων μελέτης, των συνελεύσεων και των συνεδρίων των επαναστατών για να προσδιορίσουν ένα πρόγραμμα, μετά να συσπειρωθούν ξανά και να συγκροτήσουν την οργάνωσή τους πάνω σ’ αυτό το πρόγραμμα. Το δράμα είναι ότι διάφορες οργανώσεις υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν αληθινά την εργατική τάξη – μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές και εξουσιαστικές κομμουνιστικές οργανώσεις καθώς επίσης και αναρχικές οργανώσεις. Μόνο η εμπειρία μπορεί να λύσει το ζήτημα, μπορεί σίγουρα να αποφασίσει ποιο είναι σωστό.

Δεν υπάρχει καμία πιθανή επανάσταση εκτός αν η μάζα των ανθρώπων που θα τη δημιουργήσει συσπειρωθεί στη βάση μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής ενότητας, εκτός αν ενεργούν με το ίδιο μυαλό. Για μας αυτό σημαίνει ότι μέσω της εμπειρίας τους οι μάζες θα καταλήξουν ανακαλύπτοντας την πορεία προς τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η αναρχική θεωρία δεν είναι ποτέ πλήρης όσον αφορά τις λεπτομερείς της απόψεις και την εφαρμογή τους και ότι δημιουργείται και ολοκληρώνεται συνεχώς υπό το φως των ιστορικών γεγονότων.

Από μερικές δοκιμές όπως η Κομμούνα του Παρισιού, η λαϊκή επανάσταση στη Ρωσία το 1917, η Μαχνοβτσίνα, τα επιτεύγματα στην Ισπανία, οι απεργίες, το γεγονός ότι η εργατική τάξη αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα του ολικού ή μερικού κρατικού σοσιαλισμού (από την ΕΣΣΔ στις εθνικοποιήσεις και τις προδοσίες των πολιτικών κομμάτων της Δύσης) – από όλα αυτά φαίνεται πιθανό να δηλώσουμε ότι το αναρχικό πρόγραμμα, με όλες τις τροποποιήσεις του, παραμένει ανοικτό, και αντιπροσωπεύει την κατεύθυνση στην οποία θα αποκαλυφθεί η ιδεολογική ενότητα των μαζών. Προς στιγμήν, ας ικανοποιηθούμε με να το συνοψίσουμε αυτό το πρόγραμμα έτσι: για μια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς Κράτος.