Η επανάληψη όλων των χονδροειδών ανοησιών, που έχουν ειπωθεί για τον Μπακούνιν με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατό του, απαιτεί εκτενή ανάλυση. Χωρίς κανένα δισταγμό, τα πρωτεία της διαστρέβλωσης τα κατέχει ο Ζακ Ντικλό, πρώην επικεφαλής του ΡCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), ο οποίος αφιέρωσε ένα ογκώδες βιβλίο εκατοντάδων σελίδων στη σχέση Μαρξ-Μπακούνιν· ένα βιβλίο που αποτελεί αριστούργημα μυθοπλασίας. Έφθασε πλέον η στιγμή να συντάξουμε έναν κατάλογο με τις διαστρεβλώσεις σχετικά με τον Μπακούνιν. Μπορεί ο Ντικλό – όσο κι ο ίδιος ο Μαρξ – να κατέχει το θλιβερό αποκλειστικό δικαίωμα στη σκέψη του Μπακούνιν, όμως οι αναρχικοί είναι ασυναγώνιστοι στο ότι υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ανεπίγνωστοι διαστρεβλωτές του. Από όσα κοινά έχουν οι δύο ηγέτες της Α’ Διεθνούς, το κυριότερο είναι ίσως ότι η σκέψη τους έχει παρερμηνευτεί από τους ίδιους τους μαθητές τους με παρόμοιο τρόπο. Εδώ, θέλουμε να ακολουθήσουμε το ξετύλιγμα αυτής της παρερμήνευσης των θέσεων του Μπακούνιν.
Ο Μπακούνιν κινείται διαρκώς μεταξύ της μαζικής δράσης του προλεταριάτου και της δράσης οργανωμένων επαναστατικών μειοψηφιών. Από τις δύο αυτές όψεις του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, καμία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την άλλη. Ωστόσο, μετά το θάνατο του Μπακούνιν, το ελευθεριακό κίνημα χωρίστηκε σε δύο τάσεις, εκ των οποίων κάθε μία έδινε έμφαση στη μία από αυτές τις δύο όψεις και απέρριπτε την άλλη. Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να το δει κανείς και στο μαρξιστικό κίνημα, με τους ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία και τους ριζοσπάστες και Γιακωβίνους σοσιαλδημοκράτες στη Ρωσία.
Στο αναρχικό κίνημα, ένα ρεύμα υποστηρίζει τη δημιουργία μαζικής οργάνωσης, που δρα αποκλειστικά εντός των πλαισίων της εργατικής τάξης και καταλήγει σε μια κατάσταση απολιτικοποίησης, που είναι εντελώς ξένη στις ιδέες του Μπακούνιν. Το άλλο ρεύμα απορρίπτει την ίδια την αρχή της οργάνωσης, θεωρώντας την ως απαρχή της γραφειοκρατίας. Προτιμά την συγκρότηση ομάδων συγγένειας, εντός των οποίων η ατομική επαναστατική πρωτοβουλία και η δια του παραδείγματος δράση θα διευκολύνει το, δίχως μεταβατικά στάδια, πέρασμα σε μια ιδεώδη κομμουνιστική κοινωνία, στην οποία ο καθένας θα παράγει ανάλογα με τις δυνατότητές του και θα καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του: χαρούμενη εργασία και αγαθά από το κοινοτικό κατάστημα.
Το πρώτο ρεύμα υποστήριζε τη δράση της μάζας των εργατών στα πλαίσια μιας διαρθρωμένης οργάνωσης, την κολλεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής και την οργάνωσή τους σε ένα συνεκτικό όλον και την προετοιμασία των εργατών για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Το δεύτερο ρεύμα απέρριψε πλήρως την πειθαρχία της οργάνωσης και την Αρχής. Από άποψη τακτικής, αυτό θεωρήθηκε ως προσωρινή ανακωχή με το κεφάλαιο. Το ρεύμα αυτό αυτοπροσδιορίζεται με έναν ουσιαστικά αρνητικό τρόπο: ενάντια στην Αρχή, την ιεραρχία, την εξουσία και τη νόμιμη δράση. Το πολιτικό πρόγραμμα βασίζεται στην έννοια της κοινοτικής αυτονομίας, εμπνευσμένη άμεσα από τον Κροπότκιν, συγκεκριμένα από το βιβλίο του “Η Κατάκτηση του Ψωμιού”. Το ρεύμα αυτό θριάμβευσε στο Συνέδριο της CΝΤ στη Σαραγόσα, το 1936, οι αποφάσεις του οποίου εξέφραζαν παρανόηση σχετικά με τους οικονομικούς μηχανισμούς της κοινωνίας και περιφρόνηση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Το Συνέδριο ανέπτυξε τις απόψεις του στην τελευταία του αναφορά με τίτλο “Η Συνομοσπονδιακή Ιδέα του Ελευθεριακού Κομμουνισμού”, που είχε ως βάση της το μοντέλο των οργανωτικών εκείνων σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία, τα οποία είχαν ανθίσει στη σοσιαλιστική φιλολογία του 19ου αιώνα. Το θεμέλιο της μελλοντικής κοινωνίας είναι η ελεύθερη κοινότητα. Κάθε κοινότητα είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει. Όσες αρνούνται να ενσωματωθούν – αποδεχόμενες μόνον τις συμφωνίες για “αμοιβαία συνύπαρξη” – στη βιομηχανική κοινωνία, μπορούν να “επιλέξουν άλλες μορφές κοινοτικής ζωής, όπως π.χ. εκείνες των φυσιολατρών και των γυμνιστών, ή θα έχουν το δικαίωμα να έχουν μια αυτόνομη διοίκηση έξω από τα πλαίσια των γενικών συμφωνιών”.
Με την ορολογία του σήμερα, μπορεί κανείς να πει ότι οι οπαδοί του Μπακούνιν μπορούν να χωριστούν σε αυτούς που είναι “δεξιάς απόκλισης” – και εδώ έχουμε τον παραδοσιακό αναρχοσυνδικαλισμό – και σε αυτούς που είναι “αριστερίστικης απόκλισης” – και εδώ έχουμε τον αναρχισμό. Οι πρώτοι δίνουν έμφαση στη μαζική δράση, την οικονομική οργάνωση και τη μεθοδολογία. Οι δεύτεροι προσκολλώνται στους αντικειμενικούς στόχους, στο “πρόγραμμα”, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο από την άμεση πραγματικότητα. Και τα δύο αυτά ρεύματα διεκδικούν – πολύ συχνά, παρεμπιπτόντως – τον Μπακούνιν για τον εαυτό τους.
Έχουμε διακρίνει τέσσερις κύριες παρερμηνείες της σκέψης του Μπακούνιν:
ΑΥΘΟΡΜΗΤΙΣΜΟΣ
Ο Μπακούνιν φαίνεται να εκθειάζει πότε-πότε τον αυθορμητισμό των μαζών. Άλλες φορές επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της πολιτικής διεύθυνσης της μάζας. Σε γενικές γραμμές, οι αναρχικοί προσκολλήθηκαν στην πρώτη πλευρά της σκέψης του και εγκατέλειψαν πλήρως τη δεύτερη. Στην πραγματικότητα, ο Μπακούνιν είπε ότι αυτό που στερούνταν οι μάζες για την χειραφέτησή τους ήταν οργάνωση και επιστήμη, “τα δύο ακριβώς πράγματα που τώρα συνιστούν, και που πάντοτε συνιστούσαν, την εξουσία των κυβερνήσεων” [Διαμαρτυρία της Συμμαχίας]. “Σε καιρούς μεγάλης πολιτικής και οικονομικής κρίσης – όταν το ένστικτο των μαζών, που έχει φλογιστεί, μένει ανοικτό σε κάθε ευχάριστη έμπνευση, όπου αυτός ο όχλος ανθρώπων-σκλάβων ποδηγετούνται, συνθλίβονται, αλλά ποτέ δεν παραιτούνται, εξεγείρονται ενάντια στο ζυγό, αλλά αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και ανίσχυροι επειδή είναι πλήρως αποδιοργανωμένοι – δέκα, είκοσι ή τριάντα άνθρωποι, καλοπροαίρετοι και καλο-οργανωμένοι μεταξύ τους, που ξέρουν πού πηγαίνουν και τι θέλουν, μπορούν εύκολα να πάρουν με το μέρος τους εκατό, διακόσιους, τριακόσιους ή και ακόμα περισσότερους ανθρώπους”.
Στη συνέχεια – και κατά τον ίδιο τρόπο – λέει ότι για να πάρει η μειοψηφία της Διεθνούς την πλειοψηφία με το μέρος της, είναι απαραίτητο κάθε μέλος να έχει πλήρως αφομοιώσει τις αρχές της Διεθνούς. “Μόνον έτσι”, λέει, “θα είναι ικανή η Διεθνής να εκπληρώσει την αποστολή της ως προπαγανδιστή και στοχοθέτη, σε καιρούς ειρήνης και ηρεμίας, και ως επαναστάτη ηγέτη σε καιρούς αγώνων”.
Το μέσο για την ανάπτυξη των ιδεών του Μπακούνιν ήταν η Διεθνής Συμμαχία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Αποστολή της ήταν να επιλέγει επαναστατικά στελέχη για την καθοδήγηση μαζικών οργανώσεων ή να δημιουργεί τέτοια στελέχη εκεί όπου αυτά δεν υπήρχαν ακόμη. Η “Συμμαχία” ήταν μια ιδεολογικά συνεκτική ομάδα.
“Η Συμμαχία είναι μια μυστική εταιρία, που σχηματίστηκε στην καρδιά της Διεθνούς για να της προσφέρει μια επαναστατική οργάνωση και για να μετατρέψει τη Διεθνή και όλες τις λαϊκές μάζες που βρίσκονται εντός της σε μια δύναμη επαρκώς οργανωμένη, ώστε να συντρίψει την αντίδραση των πολιτικών, των κληρικών και των αστών και να καταστρέψει όλους τους θρησκευτικούς, πολιτικούς, δικαστικούς θεσμούς των κρατών”.
Δύσκολα διακρίνει κανείς εδώ αυθορμητισμό. Ο Μπακούνιν είπε μόνο ότι αν η επαναστατική μειοψηφία πρέπει να δρα εντός των μαζών, τότε δεν πρέπει αυτή να υποκαθιστά τις μάζες. Σε τελευταία ανάλυση, είναι πάντοτε οι ίδιες οι μάζες αυτές που πρέπει να δρουν για λογαριασμό τους. Οι επαναστάτες αγωνιστές πρέπει να ωθούν τους εργάτες να οργανωθούν και όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, δεν πρέπει να διστάζουν να αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο. Η ιδέα αυτή έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με ό,τι κατέληξε να γίνει στη συνέχεια ο αναρχισμός. Έτσι, όταν το 1904 ο Ρώσος αναρχικός Βολίν παροτρύνθηκε από τους εξεγερμένους Ρώσους εργάτες να αναλάβει την προεδρία του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, αρνήθηκε επειδή “δεν ήταν εργάτης” και για να μην εναγκαλιστεί εξουσία. Εν τέλει, μετά τη σύλληψη του πρώτου προέδρου του σοβιέτ, του Νόσσαρ, την προεδρία ανέλαβε ο Τρότσκι.
Η δράση των μαζών και η δράση μιας επαναστατικής μειοψηφίας είναι αδιαχώριστες σύμφωνα με τον Μπακούνιν. Αλλά η δράση των επαναστατικών μειοψηφιών αποκτά νόημα μόνον όταν συνδέεται με μαζική οργάνωση της εργατικής τάξης. Απομονωμένοι από την οργανωμένη εργατική τάξη, οι επαναστάτες είναι καταδικασμένοι ν’ αποτύχουν.
“Ο Σοσιαλισμός… έχει πραγματική ύπαρξη μόνον στην πεφωτισμένη επαναστατική ορμή, στη συλλογική θέληση και στις μαζικές οργανώσεις της ίδιας της εργατικής τάξης – και όταν αυτή η ορμή, αυτή η θέληση, αυτή η οργάνωση, δεν είναι αρκετή, τότε τα καλύτερα βιβλία του κόσμου δεν είναι παρά θεωρίες εν κενώ, μάταια όνειρα”.
ΑΠΟΛΙΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ο αναρχισμός παρουσιάστηκε ως ένα κίνημα απολίτικο, που απέχει από τις εκλογές. Αυτή η παρουσίαση έγινε βάσει ενός παιχνιδιού με τις λέξεις και με την απόδοση σ’ αυτές τις λέξεις ενός νοήματος διαφορετικού απ’ αυτό που τους έδινε ο Μπακούνιν. Την εποχή εκείνη πολιτική δράση σήμαινε κοινοβουλευτική δράση και το να είναι κανείς αντικοινοβουλευτικός σήμαινε ότι είναι αντιπολιτικός. Καθώς οι μαρξιστές την εποχή εκείνη δεν μπορούσαν να διανοηθούν καμιά άλλη πολιτική δράση για το προλεταριάτο, πέρα από την κοινοβουλευτική δράση, η άρνηση της εκλογικής μυστικοποίησης έγινε αντιληπτή ως αντίθεση σε κάθε μορφή πολιτικής δράσης.
Οι Μπακουνικοί απάντησαν σ’ αυτή την κατηγορία για αποχή από τις εκλογές με την επισήμανση ότι ο όρος «αποχή» (abstentionism) ήταν διφορούμενος και ότι ποτέ δεν σήμαινε αδιαφορία για την πολιτική, αλλά σήμαινε άρνηση της αστικής πολιτικής υπέρ μιας “πολιτικής της εργασίας”. Η αποχή από τις εκλογές είναι μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση των πολιτικών κανόνων του παιχνιδιού της αστικής τάξης.
“Η Διεθνής δεν απορρίπτει την πολιτική εν γένει. Ασφαλώς, θ’ αναγκαστεί να αναμιχθεί σ’ αυτήν στο μέτρο που θα αναγκαστεί να αγωνιστεί ενάντια στην αστική τάξη. Απορρίπτει μόνο την αστική πολιτική”.
Ο Μπακούνιν καταδίκαζε την ψηφοφορία ως μέσο προλεταριακής χειραφέτησης. Αρνείται τη χρησιμότητα υπόδειξης υποψηφίων. Όμως δεν εξυψώνει την αποχή σε απόλυτη αρχή. Αναγνώριζε ένα κάποιο ενδιαφέρον σε τοπικές εκλογές. Συνέστησε μάλιστα στον Καμπούτσι να συμμετάσχει στο κοινοβούλιο. Πουθενά δεν θα βρει κανείς στον Μπακούνιν την υστερική, εμπαθή καταδίκη της αποχής, καταδίκη που έγινε αγαπητή στους αναρχικούς μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Οι εκλογές δεν καταδικάζονται για ηθικούς λόγους, αλλά επειδή υπάρχει κίνδυνος να παρατείνουν το παιχνίδι της αστικής τάξης. Επ’ αυτού του θέματος, ο Μπακούνιν, σε σύγκριση με όλους τους μαρξιστές μέχρι τον Λένιν, απεδείχθη ότι έχει δίκιο. Ο αντί-κοινοβουλευτισμός ήταν τόσο ξένος στους μαρξιστές ώστε από τις αρχές της Ρωσικής Επανάστασης οι Μπολσεβίκοι – στην αρχή τουλάχιστον – πέρναγαν για Μπακουνιστές στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Οι Μπακουνικοί αυτοχαρακτηρίζονταν “αντιεξουσιαστές”. Η σύγχυση, που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της χρήσης αυτής της λέξης, έχει με οδυνηρό τρόπο συνεχιστεί μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Στην γλώσσα της εποχής εκείνης εξουσιαστής σήμαινε γραφειοκράτης. Οι αντιεξουσιαστές ήσαν απλώς αντιγραφειοκράτες που εναντιώνονταν στη μαρξιστική τάση. Το ζήτημα λοιπόν δεν ήταν ζήτημα ηθικής ή χαρακτήρα ή στάσης επηρεασμένης από την ιδιοσυγκρασία – απέναντι στην εξουσία. Ήταν ζήτημα πολιτικής άποψης. Αντιεξουσιαστής σημαίνει “δημοκράτης”. Η τελευταία αυτή λέξη βρισκόταν σε χρήση τον καιρό εκείνο, αλλά είχε διαφορετικό νόημα. Λιγότερο από έναν αιώνα μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η λέξη αυτή περιέγραφε τις πολιτικές πρακτικές της αστικής τάξης. Οι “δημοκράτες” ήσαν οι αστοί.
Όταν χρησιμοποιείτο για το κίνημα της εργατικής τάξης, η λέξη “δημοκράτης” συνοδευόταν από τη λέξη “σοσιαλ” ή “σοσιαλιστής”, όπως π.χ. “σοσιαλδημοκράτης”. Ένας εργάτης “δημοκράτης” ήταν είτε «σοσιαλδημοκράτης» είτε αντιεξουσιαστής. Αργότερα, η δημοκρατία και το προλεταριάτο συνενώθηκαν στη φράση “εργατική δημοκρατία”. Η αντιεξουσιαστική τάση της Διεθνούς ήταν υπέρ της εργατικής δημοκρατίας. Η τάση που χαρακτηριζόταν ως εξουσιαστική κατηγορείτο για γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.
Ο Μπακούνιν, όμως, κάθε άλλο παρά αντιτίθετο σε κάθε είδος εξουσίας. Η τάση του δεχόταν την εξουσία εάν αυτή πήγαζε άμεσα από το προλεταριάτο και ελεγχόταν από αυτό. Στην επαναστατική κυβέρνηση των Γιακοβίνων αντέτασσε την εξεγερσιακή προλεταριακή εξουσία μέσω της οργάνωσης της εργατικής τάξης. Για να ακριβολογήσουμε, αυτή η εξουσία δεν συνιστά μορφή πολιτικής εξουσίας, αλλά μορφή κοινωνικής εξουσίας.
Μετά το θάνατο του Μπακούνιν, οι αναρχικοί απέρριψαν την καθαυτή έννοια της εξουσίας. Αναφέρονταν μόνο σε γραπτά του Μπακούνιν που ήσαν κριτικά προς την εξουσία καθώς και σε έναν κάποιο μεταφυσικό αντιεξουσιασμό. Εγκατέλειψαν τη μέθοδο ανάλυσης που απορρέει από πραγματικά περιστατικά, επειδή η οικοδόμηση της Μπακουνικής θεωρίας βασιζόταν στον υλισμό και την ιστορική ανάλυση. Και μαζί με αυτήν εγκατέλειψαν το πεδίο του αγώνα της εργατικής τάξης υπέρ μιας ιδιαίτερης μορφής ρίζοσπαστικοποιημένου φιλελευθερισμού.
ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Η πολιτική στρατηγική του Μπακούνιν δεν παρέκκλινε από τη θεωρία του για τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων. Αυτό θα πρέπει να αναγνωρισθεί μια για πάντα.
Όταν το προλεταριάτο ήταν ανίσχυρο, ο Μπακούνιν δεν συνηγορούσε υπέρ ενός άνευ διακρίσεων αγώνα ενάντια σε κάθε τμήμα της αστικής τάξης. Από την οπτική του αγώνα της εργατικής τάξης δεν είναι όλα τα πολιτικά καθεστώτα ισοδύναμα. Δεν είναι καθόλου αδιάφορο αν ο αγώνας διεξάγεται ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς του Βίσμαρκ ή του Τσάρου ή ενάντια στο καθεστώς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
“Η πιο ατελής δημοκρατία είναι χίλιες φορές καλύτερη από την πιο πεφωτισμένη μοναρχία”.
Το 1870 ο Μπακούνιν πρότεινε τη μετατροπή του πατριωτικού πολέμου του γαλλικού προλεταριάτου σε επαναστατικό πόλεμο. Στα “Γράμματα σε έναν Γάλλο”, ο Μπακούνιν κάνει μια αξιοσημείωτη ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης και την εργατική τάξη, και περιγράφει – λίγους μήνες νωρίτερα και με προφητικό τρόπο – ό,τι επρόκειτο να είναι η Παρισινή και η επαρχιακή Κομμούνα.
Μια προσεκτική ανάγνωση του Μπακούνιν δείχνει ότι ολόκληρο το έργο του ήταν μια διαρκής έρευνα για τις σχέσεις που μπορούσαν να υπάρξουν μεταξύ των τμημάτων που συγκροτούν την κυρίαρχη τάξη και των αντιπάλων τους στο προλεταριάτο. Η στρατηγική του για το εργατικό κίνημα είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάλυση του αυτών των σχέσεων. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να διαχωριστεί αυτή από την ιστορική στιγμή κατά την οποία λαμβάνουν χώρα αυτές οι σχέσεις. Κοντολογίς, δεν είναι πάντοτε οι καιροί ώριμοι για επανάσταση και μια σε βάθος κατανόηση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη επιτρέπει να μην χάνει κανείς τις κατάλληλες ευκαιρίες και συνάμα να αποφεύγει να κάνει τραγικά λάθη.
Οι διάδοχοι του Μπακούνιν θεώρησαν, απ’ τη μια μεριά, ότι μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου υπήρχε ένα είδος αμετάβλητης και σταθερής σχέσης ενώ, από την άλλη, ότι η σχέση μεταξύ των τάξεων με κανένα τρόπο δεν υπεισέρχεται στην τάξη πραγμάτων ώστε να επικαθορίσει αυτή η σχέση την επαναστατική δράση. Στην πρώτη περίπτωση, υιοθέτησαν ορισμένες βασικές αρχές, που τις θεωρούσαν ουσιώδεις και έθεσαν στον εαυτό τους το στόχο να τις εφαρμόσουν στην πράξη κάποια στιγμή στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων. Έτσι, η αναφορά του Συνεδρίου της Σαραγόσα, που έχουμε ήδη μνημονεύσει, μπορούσε να έχει γραφτεί σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο. Βρίσκεται εντελώς εκτός χρόνου. Την παραμονή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, τα στρατιωτικά προβλήματα π.χ., και η υποκίνηση ταραχών στην καρδιά του στρατού αντιμετωπίζονταν με μία φράση: “Χιλιάδες εργάτες συμμετείχαν σε οδοφράγματα και είναι εξοικειωμένοι με τον σύγχρονο επαναστατικό πόλεμο”.
Στη δεύτερη περίπτωση, θεωρούσαν ότι οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των τάξεων ήσαν άνευ σημασίας, αφού το προλεταριάτο πρέπει να δρα αυθόρμητα. Δεν σχετίζεται το προλεταριάτο με κάποιον κοινωνικό επικαθορισμό, αλλά, αντίθετα, με τους κινδύνους της δια του παραδείγματος δράσης. Το όλο πρόβλημα βρίσκεται λοιπόν στην κατασκευή του σωστού πυροκροτητή. Η ιστορία του αναρχικού κινήματος είναι γεμάτη από τέτοιες εντυπωσιακές ενέργειες, που ήσαν ανώφελες και αιματηρές. Με την ελπίδα να ενθαρρύνουν την επανάσταση, επιτίθεντο πολύ συχνά σε Δημαρχεία: έβγαζαν λόγους, κήρυτταν – συχνότατα εν μέσω γενικής αδιαφορίας – τον ελευθεριακό κομμουνισμό, έκαιγαν τα τοπικά αρχεία ενόσω περίμεναν να έρθει η αστυνομία.
Και οι μεν και οι δε αναφέρονται στον Μπακούνιν, μια αναφορά που είναι προσβλητική. Πολύ συχνά, το ελευθεριακό κίνημα αντικατέστησε την επιστημονική μέθοδο ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ των τάξεων με μαγικά ξόρκια. Το ελευθεριακό κίνημα απέρριψε πλήρως την επιστημονική και κοινωνιολογική φύση της Μπακουνικής ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων και της πολιτικής δράσης. Τη διανοητική αποτυχία του ελευθεριακού κινήματος μπορεί κανείς να τη δει στις κατηγορίες για “μαρξισμό”, που εκτοξεύονται σε κάθε απόπειρα να εισαχθεί στην πολιτική ανάλυση η επιστημονική μέθοδος, ακόμη και στην πιο χαλαρή της μορφή. Ο Μαλατέστα, π.χ., είπε: “Βρίσκω σήμερα ότι ο Μπακούνιν ήταν πολύ μαρξιστής αναφορικά με την πολιτική οικονομία και με την ερμηνεία της ιστορίας. Βρίσκω ότι η φιλοσοφία του πραγματευόταν, δίχως κάποια πιθανότητα να βρει λύση, την αντίθεση ανάμεσα στην μηχανιστική του σύλληψη του κόσμου και την πίστη του στην αποτελεσματικότητα της ελεύθερης βούλησης πάνω στο πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου”. Η “μηχανιστική σύλληψη του κόσμου”, που υπάρχει στο μυαλό του Μαλατέστα, είναι η διαλεκτική μέθοδος, που θεωρεί τον κοινωνικό κόσμο ένα κινούμενο όλον, για το οποίο μπορεί κανείς να ορίσει γενικούς νόμους εξέλιξης. “Η αποτελεσματικότητα της ελεύθερης βούλησης” είναι η βουλησιοκρατική επαναστατική δράση. Επομένως, το πρόβλημα μπορεί να αναχθεί στη σχέση μεταξύ της μαζικής δράσης στην κοινωνία και της δράσης των επαναστατικών μειοψηφιών. Ο Μαλατέστα είναι ανίκανος να κατανοήσει τη σχέση αλληλεξάρτησης, που υπάρχει μεταξύ της ανθρώπινης φυλής και του περιβάλλοντος, μεταξύ του κοινωνικού επικαθορισμού της ανθρώπινης φυλής και της ικανότητάς της να μετασχηματίζει το περιβάλλον. Το άτομο δεν μπορεί να διαχωριστεί από το περιβάλλον στο οποίο ζει, και μολονότι το άτομο επικαθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον, μπορεί να δράσει επ’ αυτού και να το τροποποιήσει, υπό τον όρο να μπει στον κόπο να κατανοήσει τους νόμους της εξέλιξης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η δράση της εργατικής τάξης πρέπει να αποτελεί σύνθεση της κατανόησης “της μηχανικής του κόσμου” – της μηχανικής της κοινωνίας – και της “αποτελεσματικότητας της ελεύθερης βούλησης” – της συνειδητής επαναστατικής δράσης. Εδώ βρίσκεται το θεμέλιο της θεωρίας του Μπακούνιν περί επαναστατικής δράσης.
Δεν υπάρχουν δύο Μπακούνιν – ένας ελευθεριακός, αντιεξουσιαστής, που υμνεί την αυθόρμητη δράση των μαζών, και ένας «μαρξιστής», εξουσιαστής, που υποστηρίζει την οργάνωση της πρωτοπορίας. Υπάρχει μόνο ένας Μπακούνιν, που σε διαφορετικούς καιρούς και σε διάφορες περιστάσεις εφαρμόζει αρχές δράσης, που πηγάζουν από μια διαυγή κατανόηση της διαλεκτικής ανάμεσα στις μάζες και τις πρωτοπόρες επαναστατικές μειοψηφίες.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στη γαλλική «Εργατική Αλληλεγγύη», μηνιαία εφημερίδα της οργάνωσης Συμμαχία Επαναστατών Συνδικαλιστών και Αναρχοσυνδικαλιστών, και το 1976 μεταφράστηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε στην Ελευθεριακή Κομμουνιστική Επιθεώρηση, από την οποία και μεταφράστηκε στα ελληνικά. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα μέσα τη δεκαετίας του 1990 ως μέρος της σειράς των φυλλαδίων με το γενικό τίτλο «Εποικοδομητικές Κατεδαφίσεις», στο Νο 6, που κυκλοφορούσαν από το αναρχοκομμουνιστικό δελτίο «Κοινωνική Αρμονία».
Σημείωση Agitprop Anarquista: Όσον αφορά την ανάλυση της “Άρνηση της Εξουσίας”· ιστορικά όντως οι εξουσιαστές της εποχής ήταν αυτοί που εργάζονταν και ήταν ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό, το χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ο συγκεντρωτισμος. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, μιλάμε για “authority”. Εξού και το antiauthoritarian του οποίου η μετάφραση είναι αντιεξουσιαστής, και που δεν έχει καμία σχέση με την Λαϊκή ή Εργατική Εξουσία, ή την Εξουσία στα Συνδικάτα [θέσεις CNT/FAI, των Ρώσων αναρχικών του 1917, της Μαχνοβτσίνας και αργότερα της Πλατφόρμας, των αδελφών Μαγκόν στο Μεξικό και πολλών άλλων αναρχικών που ουδεμία σχέση είχαν με στιρνερικές ή νιτσεϊκές επιρροές ] τα οποία για παράδειγμα στα αγγλικά είναι people’s power και all power to the unions.