Ο Βουλγάρικος Αναρχισμός στα όπλα
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αναρχισμός ήταν ήδη περιχαρακωμένος ως μαζικό κίνημα στην Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Πολωνία – αν και αναρχικοί είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στις εξεγέρσεις του 1873 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη εναντίον της Αυστρο-ουγγρικής κυριαρχίας. Αλλά ήταν πρωταρχικά στη Βουλγαρία και στη γειτονική της Μακεδονία που εμφανίστηκε μια αξιοσημείωτη βάση αναρχικής οργάνωσης, εν μέσω των “παιχνιδιών” μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Αυτό το κίνημα, το οποίο έχει ελάχιστα (ή και καθόλου) ερευνηθεί και αξιολογηθεί μέχρι σήμερα, όχι μόνο αναμείχθηκε σε αιματηρούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και ένοπλη αντίσταση ενάντια στο φασισμό και το σταλινισμό, αλλά ανέπτυξε ένα αξιοσημείωτο πολυποίκιλο και ανθεκτικό μαζικό κίνημα, το οποίο υιοθέτησε την πολυσυζητημένη “Πλατφόρμα” των εξόριστων στο Παρίσι (2) Ουκρανών μαχνοβιτών που την τράβηξε ως μαγνήτης. Για τους λόγους αυτούς, είναι ζωτικής σημασίας το αναγεννημένο αναρχικό κομμουνιστικό κίνημα της νέας χιλιετίας να επανεξετάσει (ή να ανακαλύψει) την κληρονομιά των Βαλκανίων.
Το κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο αρχίζει από το 1919, είναι μέρος αποσπάσματος από τη δίτομη εργασία για τον αναρχισμό και συνδικαλισμό, με τίτλο “Αντι-εξουσία”, γραμμένο από τον Lucien van der Walt και μένα, μια παγκόσμια ιστορία και θεωρία του κινήματος, η οποία αναμένεται να εκδοθεί σε μορφή βιβλίου από την ΑΚPress στις ΗΠΑ το 2008.
Η Ομοσπονδία Αναρχικών Κομμουνιστών Βουλγαρίας (FAKB)
Στο θερμό χρόνο του 1919, στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας εργατικής εξέγερσης ενάντια στον καπιταλισμό, οι Βούλγαροι αναρχοσυνδικαλιστές (οι πρώτες ομάδες των οποίων σχηματίστηκαν το 1910) καθώς και ο πυρήνας της παλαιάς Μακεδονικής Βουλγαρικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1909) απηύθυνε έκκληση για επανοργάνωση του κινήματος.
Ως αποτέλεσμα, η Ομοσπονδία Αναρχικών Κομμουνιστών Βουλγαρίας (FAKB) ιδρύθηκε σε ένα συνέδριο τις εργασίες του οποίου άνοιξε ο αναρχικός αντάρτης Mikhail Gerdzhikov (1877-1947), ο οποίος ήταν από τους ιδρυτές της Μακεδονικής Παράνομης Επαναστατικής Επιτροπής (MTRK) το 1898 και διοικητής της ένοπλης πτέρυγάς της κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903 (γνωστής ως Μακεδονικής Εξέγερσης). Οι δυνάμεις του, που αριθμούσαν περίπου 2.000 άσχημα εξοπλισμένους άνδρες, κατάφεραν να νικήσουν το τουρκικό στράτευμα των 10.000 και καλά εξοπλισμένων στρατιωτών, απελευθερώνοντας μια μεγάλη περιοχή στα βουνά Στράντζα της Θράκης με κέντρο την Κομμούνα του Τσέρεβο (ή Βασιλικό) – μια εξέγερση που ήταν από τους σημαντικούς παράγοντες της πτώσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το ιδρυτικό συνέδριο της FAKB παρακολούθησαν 150 εκπρόσωποι αναρχικών ομάδων, αλλά όχι αυτών που ήσαν παράνομες. Η FAKB οργανώθηκε με τη μορφή παράνομης (υπόγειας) Ομοσπονδίας, αποτελούμενης από τέσσερις περιφερειακές αναρχικές κομμουνιστικές ενώσεις οι οποίες με τη σειρά τους διαιρούνταν σε ομάδες μελέτης, συνδικαλιστικές ομάδες και ομάδες κρούσης. Μέλος της οργάνωσης γινόταν κάποιος που ήταν ήδη δραστήριος αναρχικός.
Η δημόσια δραστηριότητα της Ομοσπονδίας περιελάμβανε προπαγανδιστικές περιοδείες σε όλες σχεδόν τις πόλεις και τα χωριά.
Η FAKB σταμάτησε την έκδοση τη εφημερίδας “Rabotnicheska Misl” (“Εργατική Σκέψη”) και υιοθέτησε ως εκφραστικό της όργανο την “Probuda” (“Αφύπνιση” ή “Ξύπνημα”) που κυκλοφορούσε ήδη από τον Gerdzhikov, ενώ αποφασίστηκε ότι κάθε ομάδα ή οργάνωση-μέλος της μπορούσε να έχει το δικό της όργανο.
Σύμφωνα με τον Grancharoff: “Ο αναρχισμός κατάφερε να γίνει ένα λαϊκό κίνημα και εισχώρησε σε αρκετά κοινωνικά στρώματα, από τους εργάτες, τη νεολαία και τους φοιτητές μέχρι τους δασκάλους και τους δημόσιους υπαλλήλους. Οι υπόγειες παράνομες δραστηριότητες του κινήματος συνεχίστηκαν”.
Έτσι, η FAKB βοήθησε στην ίδρυση και εργάστηκε μέσα σε αυτές, ανάμεσα σε άλλες, οργανώσεις όπως η Βουλγάρικη Ομοσπονδία Αναρχικών Φοιτητών (BONSF) καθώς και ομοσπονδίες αναρχικών καλλιτεχνών, συγγραφέων, διανοουμένων, γιατρών και μηχανικών, αλλά και την Ομοσπονδία Αναρχικής Νεολαίας (FAM), η οποία είχε παραρτήματα σε πόλεις και χωριά και όλα τα μεγάλα σχολεία. Έτσι βλέπουμε ότι η FAKB αποτελείτο από συνδικαλιστές, ένοπλους αντάρτες, τμήματα επαγγελματιών και νεολαία, αποκτώντας δηλαδή πολυποίκιλο χαρακτήρα στη βουλγάρικη κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας στα μέσα συγκοινωνίας του 1919-1920, οι αναρχικοί σχεδίαζαν να οπλίσουν τους εργαζόμενους, αλλά η απεργία προδόθηκε από τα αριστερά πολιτικά κόμματα και συντρίφτηκε άγρια, ενώ απαγορεύτηκε και η κυκλοφορία της “Probuda”.
Ένας από τους πλέον δραστήριους αγωνιστές της FAKB ήταν ο Georgi Sheytanov (1896-1925) (3) – που αναφέρεται ως Sheitanoff από τον Grancharoff – ο οποίος καταγόταν από την πόλη Γιαμπόλ, στην ανατολική Βουλγαρία, έγινε αναρχικός στην εφηβική του ηλικία και αναγκάστηκε να καταφύγει εξόριστος στη Γαλλία σε ηλικία 17 χρόνων μετά την απόδρασή του από τη φυλακή όπου κρατείτο επειδή πυρπόλησε το τοπικό δικαστήριο με όλα τα αρχεία και τους φακέλους. Ο Sheytanov επέστρεψε στη Βουλγαρία για να οργανώσει την παράνομη δουλειά το 1914, συνελήφθη εκ νέου και βασανίστηκε, αλλά απέδρασε ξανά και ταξίδεψε στη Μόσχα όπου έγινε μάρτυρας της Επανάστασης του 1917. Επέστρεψε στη Βουλγαρία το 1918, αφού πρώτα κατάφερε να αποφύγει την εκτέλεσή του από τους λευκοφρουρούς στην Ουκρανία. Στη Βουλγαρία, ο Sheytanov αναμείχθηκε ξανά στο αναρχικό κίνημα και δημοσίευσε την περίφημη “Έκκληση προς τους Αναρχικούς” καθώς και το “Μανιφέστο προς τους Επαναστάτες”, μια αναρχική κριτική του μπολσεβικισμού.
Το 1920, η σοσιαλδημοκρατική Βουλγαρική Αγροτική Ένωση (BZS) υπό την ηγεσία του Αλεξάντερ Σταμπολίσκι έγινε η πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Βουλγαρίας, ως μέρος της συνταγματικής μοναρχίας του τσάρου Μπόρις Γ’, δημιουργώντας προϋποθέσεις για εκτεταμένη μαζική λαϊκή δράση. Αλλά όπως και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και οι φρουρές του Νόσκε στη Γερμανία, η BZS συγκρότησε την “Πορτοκαλί Φρουρά” ως απεργοσπαστική δύναμη.
Την ίδια περίοδο, ανασυγκροτήθηκε και η βουλγαρόφιλη δεξιά πτέρυγα της εθνικιστικής Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης Μακεδονίας (VMRO) και άρχισε να προπαγανδίζει την επιστροφή της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.
Το Βουλγάρικο Κομμουνιστικό Κόμμα (BKP), το οποίο συγκροτήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική φράξια Tesni που κινείτο προς τις θέσεις των μπολσεβίκων, άρχισε επίσης να αναπτύσσεται, για να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα στην Ευρώπη, αλλά εξακολουθούσε να αναπτύσσει ρεφορμιστικές τακτικές ενώ συμμετείχε και στο Κοινοβούλιο.
Όταν απαγορεύτηκε η “Probuda”, αντικαταστάθηκε από το όργανο της FAKB τον “Αναρχικό” που εκδιδόταν στην πόλη Kyustendil, νοτιοδυτικά της Σόφιας. Στο μεταξύ, ο Sheytanov κυκλοφόρησε την “Εξέγερση” παράνομα, ενώ επανεμφανίστηκε και η “Rabotnicheska Misl”, αρχικά ως περιοδικό. Αλλά μετά μετονομάστηκε και πήρε το όνομα της παλαιάς εφημερίδας του Gerdzhikov “Svobodno Obshtestvo” (“Ελεύθερη Κοινωνία”).
Το 1921 σε ηλικία 15 χρόνων, ένας άλλος σημαντικός αγωνιστής, ο Georgi Grigoriev (1906-1996) (4) έγινε μέλος της FAKB. Αρκετά χρόνια αργότερα θα γράψει την επίσημη ιστορία αυτού που ονομαζόταν Μακεδονική Εξέγερση (5) με το ψευδώνυμο Georges Balkanski.
Το φασιστικό πραξικόπημα του 1923 και τα επακόλουθά του
Τον Γενάρη του 1923, η FAKB συγκάλεσε το 5ο Ετήσιο Συνέδριό της – που ήταν το πρώτο νόμιμο, αν και ακόμα παράνομη – στην πλατεία του Γιαμπόλ, στο οποίο συμμετείχαν 104 εκπρόσωποι και 350 παρατηρητές από 89 οργανώσεις, σύμφωνα με τον Grancharoff. Η ημερήσια διάταξη περιελάμβανε τη συζήτηση της εσωτερικής και εξωτερικής κατάστασης, το ζήτημα της οργάνωσης, την αγροτιά, το διεθνισμό, τη μεταβατική περίοδο, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την προπαγάνδα, τις κολεκτίβες και το συνδικαλισμό. Οι εκπρόσωποι ανέφεραν ότι η εργατική τάξη στο Γιαμπόλ, στο Kyustendil, το Ραντομίρ (δυτικά της Σόφιας), το κεντρικό χωριό Νόβα Ζαγόρα, την πόλη Χάσκοβο στο νότο, το Κιλιφάρεβο και το Ντελέμπετς, ήταν σχεδόν όλη συνδεδεμένη με το αναρχικό κίνημα και ότι μεγάλοι πρόοδοι γίνονταν στη Σόφια, στην πόλη Πλόβντιβ στο νότο, στο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας Μπουργκάς, στη Ρούσσε και άλλα κέντρα της χώρας.
Το δημόσιο συνέδριο στο Γιαμπόλ ήταν τόσο εντυπωσιακό που η κυκλοφορία των αναρχικών εφημερίδων ανέβηκε κατακόρυφα. Αλλά η δημοτικότητα αυτή βρισκόταν πάντα στο στόχαστρο της αντίδρασης που σχεδίασε πραξικόπημα και έπεισε την κυβέρνηση της BZS να ψηφίσει έναν “αντιληστρικό” νόμο που στόχευε κατευθείαν στους αναρχικούς.
Τον Μάρτη του 1923 ο Σταμπολίκσι υπέγραψε Σύμφωνο με τη Γιουγκοσλαβία αναγνωρίζοντας τα νέα σύνορα και συμφωνώντας να καταστείλει την VMRO. Στις 26 Μάρτη μια αναρχική διαδήλωση στο Γιαμπόλ ενάντια στον αφοπλισμό του λαού κάτω από τον “αντιληστρικό” νόμο προσέφερε στην ακροδεξιά τη δικαιολογία για το μακελειό που θα ακολουθούσε. Σύμφωνα με τον Grancharoff, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης αυτής απαγόρευσε τις αναρχικές συγκεντρώσεις και έστειλε στρατεύματα στην κεντρική πλατεία, αλλά ένας αναρχικός αγκιτάτορας στάθηκε μπροστά τους και άρχισε να αγορεύει. Ο στρατός άνοιξε πυρ και ο ομιλητής και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν.
Ξέσπασε τότε μια άγρια μάχη ανάμεσα στους αναρχικούς και το στρατό που κράτησε επί δίωρο και έληξε μόνο όταν ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης έφερε ενισχύσεις πυροβολικού από μια γειτονική πόλη. Ο στρατός αιχμαλώτισε 26 αναρχικούς που εκτελέστηκαν την ίδια νύχτα στο στρατόπεδο της πόλης. Γύρω στους 30 με 40 αναρχικούς, μαζί με τον σημαντικό οργανωτή Τοντόρ Ντάρζεφ, σκοτώθηκαν στη μάχη. Αλλά από τους 26, ο φοιτητής Ομπρετένοφ τραυματίστηκε, προσποιήθηκε τον νεκρό και κατάφερε να διαφύγει σιγά-σιγά, ειδοποιώντας άλλους.
Το επόμενο πρωί ο στρατός επιτέθηκε σε όλα τα αναρχικά κέντρα της Σόφιας και συνέλαβε όσους βρέθηκαν εκεί.
Στις 9 Ιούνη, σε μια εθνικιστική αντίδραση στο Βουλγαρο-γιουγκοσλαβικό Σύμφωνο, φασίστες αξιωματικοί που ανήκαν στην Στρατιωτική Ένωση και υποστηρίζονταν από τον τσάρο και τη VMRO, έκαναν πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της BZS και σκότωσαν τον Σταμπολίκσι. Στο Κιλιφάρεβο οι αναρχικοί με τους κομμουνιστές και τους αγροτιστές απέκρουσαν από κοινού επιθέσεις του στρατού επί αρκετές μέρες και κατέλαβαν για λίγο την πόλη Ντρένοβο και αρκετές άλλες πόλεις στους πρόποδες των βουνών.
Η νέα κυβέρνηση ήταν ένας συνασπισμός ακροδεξιών δυνάμεων που υποστηριζόταν από το Narodrisak, κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, με αρχηγό τον περιβόητο φασίστα καθηγητή Αλεξάντρ Τσάνκοφ, ο οποίος έδωσε στην ακροδεξιά πτέρυγα της VMRO τον πλήρη έλεγχο του βουλγάρικου τμήματος της Μακεδονίας (η αριστερή πτέρυγα της VMRO που είχε διαλυθεί την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανασυγκροτήθηκε στη Βιέννη το 1926 ως Ενωμένη VMRO, αλλά χωρίς πλέον αναρχικούς στους κόλπους της, κινούνταν ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα Βουλγαρίας και Ελλάδας).
Ο Grancharoff γράφει ότι “η χώρα μεταβλήθηκε σε σφαγείο”, με ίσως 30.000-35.000 εργάτες και αγρότες δολοφονημένους από τις ακροδεξιές δυνάμεις στο διάστημα 1923-1931 – κάτι ανάλογο με την περίοδο της δικτατορίας του Γκατλιέρι στην Αργεντινή. Τα κινήματα των αναρχικών, των κομμουνιστών και των αγροτών αναγκάστηκαν να περάσουν στην παρανομία και σημαντικοί αναρχικοί αγωνιστές, όπως ο Νικόλα Ντράγκνεφ, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Μερικοί αναρχικοί κατέφυγαν στην εξορία, όπου άρχισαν την κυκλοφορία της “Rabotnicheska Misl” στο Σικάγο. Άλλοι συγκρότησαν μάχιμα αποσπάσματα γνωστά ως cheti και αναμείχθηκαν σε κάποιες προσπάθειες απόπειρας εξέγερσης με μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1923, αλλά και σε μια αναπόφευκτη αντάρτικη δράση.
Ο Grancharoff λέει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα αρχικά δεν πήρε μέρος στον αγώνα ενάντια στον φασισμό, υιοθετώντας τη γραμμή ότι ήταν ο αγώνας “ανάμεσα σε δύο μπουρζουαζίες” –το λαό και το κράτος! Παρακινημένο από τη Μόσχα, το Κόμμα άρχισε την εξέγερση, αλλά επειδή προσπάθησε να υποκαταστήσει τη μαζική δράση οι προσπάθειές του αποδείχθηκαν αποτυχημένες.
Το 1923, ο Sheytanov κυκλοφόρησε την παράνομη εφημερίδα “Protest” και αργότερα, το 1924, κατάφερε να κυκλοφορήσει μια νόμιμη εφημερίδα την “Zov” (“Το Κάλεσμα”), η οποία έγινε δημοφιλής στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ την ίδια περίοδο ο ίδιος κυκλοφορούσε και την παράνομη “Acratia”.
Το Ενωμένο Μέτωπο και η αντάρτικη δράση
Πιστεύοντας ότι ήταν η σωστή στιγμή να ενώσει τη βάση των εργατών ενάντια στο φασισμό, ο Sheytanov απέκτησε επαφές με τους κομμουνιστές, τους αριστερούς αγροτιστές και τους Μακεδόνες φεντεραλιστές, όπως ο Τοντόρ Πανίτσα, κυκλοφορώντας τη “λογοτεχνική” επιθεώρηση ”Plamlak” (“Η Φλόγα”) για να προωθήσει την ιδέα αυτή. Αλλά όταν ιδρύθηκε το Ενωμένο Μέτωπο μετά από ντιρεκτίβες της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής), το αναρχικό κίνημα – που κατευθυνόταν από την FAKB – το χαρακτήρισε εξουσιαστικό και αρνήθηκε να πάρει μέρος. Ο Grancharoff παραθέτει ένα σταλινικό έργο (“Η ανάδυση, η ανάπτυξη και η ενστάλαξη του οπορτουνισμού στο βουλγάρικο εργατικό κίνημα” – 1986) ως πηγή του ώστε να σχολιάσει ότι:
“Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι αναρχικοί δεν αποδέχθηκαν τη Σοβιετική Ένωση ως σοσιαλιστική χώρα. Και το επιχείρημά τους ήταν ακαταμάχητο: Στη Ρωσία, όπως και παντού στον κόσμο, υπάρχει καπιταλισμός. Είναι βλακώδες να νομίζουμε ότι ο δεύτερος μπορεί να υπάρχει χωρίς να τον υπερασπίζεται μια κυβέρνηση η οποία (ακόμα και) στη Ρωσία αναφέρεται ως προλεταριακή”.
Η ύπαρξη ενός μεγάλου και οργανωμένου και ιδεολογικού αναρχικού κομμουνιστικού και αναρχοσυνδικαλιστικού εργατικού κινήματος με βαθιές προσβάσεις και στην εργατική τάξη και στη διανόηση εξηγεί, επίσης, το γιατί – αντίθετα από ό,τι στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία όπου αρκετοί αναρχικοί βοήθησαν τα κομμουνιστικά κόμματα της περιόδου – ελάχιστοι Βούλγαροι αναρχικοί προσελκύθηκαν στην μπολσεβίκικη αντίληψη περί Επανάστασης.
Η βομβιστική ενέργεια στον καθεδρικό ναό St. Nedelya της Σόφιας, από κοινή ομάδα ριζοσπαστών μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και της BZS – σε απάντηση στην φυλάκιση και εκτέλεση αρκετών ηγετικών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος – είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 11 στρατηγών, του αρχηγού της αστυνομίας και του δημάρχου της πόλης και 140 άλλων ατόμων. Ωστόσο, είχε επίσης ως αποτέλεσμα και ένα άγριο κύμα τρομοκρατίας ενάντια στην αριστερά, με 3.000 συλλήψεις και 3 εκτελέσεις.
Η FAKB, το Κομμουνιστικό Κόμμα και η BZS ενοποίησαν τα μάχιμα αποσπάσματά τους σε ένα κοινό σώμα, αλλά αναγκάστηκαν γρήγορα να διαχωριστούν σε μικρότερες ομάδες κρούσης.
Ειδικές αστυνομικές δυνάμεις αναζητούσαν τον Sheytanov και, τελικά, συνέλαβαν τον ίδιο με την συντρόφισσά του στον αγώνα, νεαρή ηθοποιό Μαρία Σιράκοβα (6), που εκτελέστηκαν μαζί με 12 άλλα άτομα στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπέλοβο στις 2 Ιούνη 1925.
Η καταστολή ανάγκασε, επίσης, μεγάλο αριθμό αναρχικών, όπως ο Grigoriev, να εγκαταλείψουν τη χώρα, καταφεύγοντας αρχικά στη Γιουγκοσλαβία και μετά στη Γαλλία, όπου συγκροτήθηκαν σημαντικές ομάδες Βούλγαρων αναρχικών στην Τουλούζη, το Παρίσι και την Beziers. Οι ομάδες αυτές συγκρότησαν επιτροπή βοήθειας και υποστήριξης των φυλακισμένων αναρχικών στη Βουλγαρία και κατάρτισαν και ένα επαναστατικό πρόγραμμα για την FAKB.
Επηρεασμένη από την όλη συζήτηση στη Γαλλία για την Πλατφόρμα των Μάχνο και άλλων (το 1926) – όπου κάποιος Βούλγαρος εκπρόσωπος γνωστός ως “Πάβελ” (μάλλον ο Grigoriev) ήταν ανάμεσα σε αυτούς που συγκρότησαν την βραχύβια πλατφορμιστική διεθνή με το όνομα Αναρχική Κομμουνιστική Διεθνής (το 1927) – η FAKB υιοθέτησε την Πλατφόρμα ως το Πρόγραμμά της.
Ο συνδικαλισμός της Vlassovden και η «εκτίναξη» του αναρχισμού
Στο μεταξύ, ο αναρχοσυνδικαλιστής Μανόλ Βάσσεβ Νικόλοφ και μια ομάδα αναρχικών κομμουνιστών από το Χάσκοβο, έκαναν οργανωτική δουλειά ανάμεσα στους αγρότες στις καπνοκαλλιέργειες της περιοχής τους, μέσω των παλαιών παραδοσιακών αλληλοβοηθητικών συνεργατικών που ονομάζονταν Vlassovden (από το όνομα μιας παλαιάς παγανιστικής γιορτής). Το 1930 είχαν επιτυχία καθώς κατάφεραν να συγκεντρώσουν στο Χάσκοβο 600 εκπροσώπους αγροτών από όλη τη χώρα όπου ιδρύθηκε η Συνομοσπονδία Vlassovden, η οποία μερικές φορές ονομαζόταν και Ένωση Vlassovden. Τα αιτήματα που έθετε η συνομοσπονδία αυτή ήταν μεν ριζοσπαστικά, αλλά όχι επαναστατικά, δηλαδή μείωση των άμεσων και έμμεσων φόρων, σπάσιμο των αγροτικών καρτέλ, ελεύθερη ιατρική περίθαλψη για τους αγρότες, ασφάλιση και συνταξιοδότηση των εργατών γης και κοινοτική αυτονομία. Αλλά ο συνδικαλισμός της Vlassovden εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά και το 1931 η συνομοσπονδία είχε 130 τμήματα.
Στο μεταξύ, η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει. Το 1930, ο Grigoriev επέστρεψε στη Βουλγαρία επωφελούμενος από μια αμνηστία και οργάνωσε έναν παράνομο πυρήνα της FAKB στη Σόφια. Τον ίδιο χρόνο, ιδρύθηκε από αξιωματικούς μια παραστρατιωτική φασιστική οργάνωση που ονομαζόταν Zveno (Σύνδεσμος) επηρεασμένη από το πρότυπο του Μουσολίνι και συνδέθηκε στενά με τη Στρατιωτική Ένωση.
Το 1931 άρχισε το κίνημα για την ελεύθερη έκφραση που καθοδηγήθηκε από τους αναρχικούς καθώς και το κίνημα για χορήγηση αμνηστίας σε όσους ήσαν πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ η ακροδεξιά κυβέρνηση εκδιώχθηκε καθώς ηττήθηκε εκλογικά από ένα “Λαϊκό Μπλοκ” αποτελούμενο από φιλελεύθερους, κομμουνιστές και τους αγροτιστές της BZS.
Πριν από τις εκλογές, την Πρωτομαγιά η αστυνομία επιτέθηκε σε μια αναρχική φοιτητική συγκέντρωση και συνέλαβε 11 φοιτητές. Η αναρχική νεολαία BOSF που διοργάνωσε τη συγκέντρωση, απαιτούσε κατάργηση της θρησκευτικής εκπαίδευσης και σταμάτημα της στρατολόγησης μέσα στα πανεπιστήμια, ζητώντας την απομάκρυνση από αυτά των παπάδων και των στρατιωτικών καθώς και την κατάργηση της φορολογίας.
Αλλά το τέλος του φασιστικού καθεστώτος ακολούθησε μια μεγάλη και συστηματική αναρχική οργανωτική και εκδοτική δραστηριότητα έτσι που το αναρχικό κίνημα έγινε η τρίτη μεγάλη δύναμη της γενικότερης αριστεράς, μετά το Κομμουνιστικό Κόμμα και την BZS.
Τον ίδιο χρόνο (1931), σύμφωνα με μια μελέτη, υπήρχαν 40 αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες οι οποίες ήταν συνενωμένες ομοσπονδιακά στην Αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (ASNCL), ενώ η Βολγάρικη Ομοσπονδία Αυτόνομων Συνδικάτων (BFAU) έγινε το βουλγάρικο τμήμα της IWW (7). Το 1932 η FAKB συγκάλεσε ένα παράνομο συνέδριο στο δάσος Λόβετς, όπου προήδρευσε ο Grigoriev, και το οποίο είχε ως στόχο την επανενοποίηση του κινήματος. Η “Rabotnicheska Misl” έγινε και πάλι το εκφραστικό όργανο της Ομοσπονδίας. Πάντως, παρά την αριστερή φύση του “Λαϊκού Μπλοκ” το αναρχικό κίνημα εξακολουθούσε να είναι αντικείμενο διώξεων, καθώς οι πυροβολισμοί, οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις ήσαν κοινά χαρακτηριστικά. Το φασιστικό πραξικόπημα του 1934 και τα επακόλουθά του
Το 1934 οι ηγέτες της Zveno, συνταγματάρχες Κίμον Γκεοργκίεφ και Νταμιάν Βέλτσεφ, έκαναν πραξικόπημα και δημιούργησαν ένα εξουσιαστικό καθεστώς με τον Γκεοργκίεφ ως πρωθυπουργό, θέτοντας εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα, μετατρέποντας σε συνεργατικές τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ANSCL, BFAU και Συνομοσπονδία Vlassovden (κατάσταση από την οποία η τελευταία δεν επανέκαμψε ποτέ) και κήρυξαν τον πόλεμο στο Κομμουνιστικό Κόμμα και την FAKB.
Επίσης, το 1934 η ακροδεξιά VMRO, σε συνεργασία με τους Κροάτες φασίστες Ustase, δολοφόνησε τον βασιλιά Αλέξανδρο της Γιουγκοσλαβίας καθώς και τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Λουίς Μπαρτού, στη Μασσαλία,. Η διεθνής κατακραυγή ανάγκασε το καθεστώς της Zveno να πάρει κατασταλτικά μέτρα ενάντια στην VMRO.
Το καθεστώς απαγόρευσε αναρχικές εφημερίδες όπως την “Svobodno Obshtestvo”, αλλά εμφανίστηκε η εφημερίδα “Νέος Κόσμος” από τον Πέταρ Λοζάνοφ, ενώ η εφημερίδα “Compass” κατάφερε να παραμείνει σε κυκλοφορία.
Το 1935 εκδηλώθηκε αντιπραξικόπημα του τσάρου, εκδιώχθηκε ο Γκεοργκίεφ και ανήλθε στην εξουσία ο μοναρχικός ηγέτης της Zveno στρατηγός Ζλάτο Πάντσεφ, αλλά όμως αντικαταστάθηκε γρήγορα από μια μη πολιτική μοναρχική δικτατορία. Αλλά τα αναρχικά, κομμουνιστικά και αγροτιστικά κινήματα εξακολούθησαν να δρουν στην παρανομία καθώς ο Τύπος τους εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό απαγόρευση, ενώ η φιλοκομμουνιστική Ενωμένη VMRO κατέρρευσε το 1936.
Ένα παράδειγμα τυπικού Βούλγαρου αναρχικού εκείνη την περίοδο, μπορεί να βρει κανείς στα αρχεία της αστυνομίας (τα οποία συνενώθηκαν αργότερα κάτω από τη σοβιετική κατοχή) και αφορά αυτό του ανθρακωρύχου, εργάτη γης και μηχανικού Αλεξάντερ Μεθόδιεφ Νάκοφ (1919-1962) (8), ο οποίος προερχόταν από φτωχή οικογένεια του χωριού Kosatcha της επαρχίας Πέρνικ. Ο Νάκοφ έγινε αναρχικός το 1937, συγκροτώντας μια αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα στο εργοστάσιο Machinostroitel του Πέρνικ όπου εργαζόταν, ενώ αργότερα βρέθηκε κρατούμενος σε φασιστική φυλακή και σε σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η σταλινική αστυνομία τον περιέγραψε ως ¨φανατικό αναρχικό”, αλλά επίσης ως “πολύ καλό εργάτη” με “γενικά πολύ καλό πολιτικό υπόβαθρο”, πολυδιαβασμένο και εσπεραντιστή.
Με το ξέσπασμα της Ισπανικής Επανάστασης, το 1936, 30 περίπου Βούλγαροι αναρχικοί, συμπεριλαμβανομένου και του Grigoriev, έσπευσαν να πολεμήσουν μέσα από τις πολιτοφυλακές. Επίσης, ο Grigoriev εκπροσώπησε την FAKB στο συνέδριο των CNT/FAI τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου στην ελεύθερη Ισπανία.
Οι επαναστατικές προκλήσεις της εποχής και ο φασισμός ανάγκασαν το διασκορπισμένο αναρχικό κίνημα να ανασυνταχτεί εκ νέου μέσα από ένα άλλο συνέδριο της FAKB (το τελευταίο πριν τον πόλεμο) που συνήλθε στη Βίτοσα τον Αύγουστο του 1936. Ακόμα, παρά τις πολλές φυλακίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι αναρχικοί κατάφεραν να κυκλοφορήσουν σε μικρογραφημένη μορφή την εφημερίδα “Khleb I Svoboda” (“Ψωμί και Ελευθερία”) στο διάστημα 1936-1939.
Το 1938 το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό αλλάζοντάς το όνομά του σε Βουλγάρικο Εργατικό Κόμμα (BRP), μέχρι που εναγκαλίστηκε πλήρως το σταλινισμό το 1948.
Το 1939 ο Grigoriev επέστρεψε στη Βουλγαρία, αλλά συνελήφθη και τα χρόνια του πολέμου ήταν κρατούμενος σε διάφορες φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο πόλεμος και η κοκκινο-καφε-πορτοκαλί συνεργασία
Το 1940 η FAKB δημοσίευσε ένα μανιφέστο ενάντια στις ίντριγκες της Κομιντέρν – η οποία αρχικά συμμάχησε με τους ναζιστές και λίγο μετά εναντιώθηκε σε αυτούς – κατηγορώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα ότι υποστήριζε τις πολεμικές προετοιμασίες των συμμάχων. Σύμφωνα με τον Grancharoff οι κομμουνιστές “είχαν διαπράξει ένα ιστορικό λάθος, επαναφέροντας στην επιφάνεια τα χρεοκοπημένα αστικά συνθήματα, τα λάβαρα (τις μεσαιωνικές και θρησκευτικές σημαίες) καθώς και νομοθεσίες για συντάγματα, δημοκρατία, αγάπη και ειρήνη… αλλά και πατριωτισμό και εθνικισμό…”
Η Βουλγαρία τάχθηκε με το μέρος των ναζιστών το 1941 και το αναρχικό κίνημα άρχισε έναν ανταρτοπόλεμο ενάντια στις ναζιστικές δυνάμεις που στρατοπέδευσαν στη Βουλγαρία καθώς και ενάντια στους Βούλγαρους φασίστες και, όπως αναφέρει ο Grancharoff “βρισκόμενοι μεταξύ σφύρας και άκμονος, πολέμησαν με κουράγιο το φασισμό και το πλήρωσαν αυτό ακριβά”. Στην πραγματικότητα, η λαϊκή αντίσταση διέσωσε όλους τους Εβραίους της Βουλγαρίας από την απέλαση στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.
Επίσης, στη Μακεδονία το Κομμουνιστικό Κόμμα (MCP) ιδρύθηκε μόλις το 1943.
Το αναρχικό κίνημα συγκρότησε μια αρκετά σφριγηλή αντάρτικη δύναμη τα μέλη της οποίας προέρχονταν κυρίως από την ύπαιθρο και την αγροτιά. Έτσι, το αναρχικό κίνημα, που είχε και πριν διεξάγει έναν μακρόχρονο αντάρτικο αγώνα ενάντια στους φασίστες, αναπτύχθηκε γρήγορα και βοήθησε αποφασιστικά το Πατριωτικό Μέτωπο να διεξάγει την επιτυχή εξέγερση της 9ης Σεπτέμβρη 1944 ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις στη Βουλγαρία. Πράγματι, το αναρχικό κίνημα ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση, αλλά το Πατριωτικό Μέτωπο – το οποίο αποτελείτο από το Κομμουνιστικό Κόμμα, μια φράξια της BZS, αλλά και την εθνικιστική Zveno – ήταν δυνατότερο.
Στα τέλη του 1944 το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε μόνο 15.000 μέλη, αλλά όταν ο Κόκκινος Στρατός αντικατέστησε τους ναζιστές ως δύναμη κατοχής, το Κομμουνιστικό Κόμμα βρήκε την ευκαιρία και σχημάτισε μια κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου με επικεφαλής τον αρχηγό της Zveno Κίμων Γκεοργκίεφ, τον πρώην συνταγματάρχη που είχε κάνει πραξικόπημα το 1934. Αυτή η κοκκινο-καφε-πορτοκαλί συμμαχία – ή όπως την αποκαλεί ο Grancharoff “η ένωση μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και κομμουνισμού” – άρχισε άμεσα την καταστολή ενάντια στους αναρχικούς, αλλά και άλλες πολιτικές τάσεις της εργατικής τάξης. Οι εργάτες ήσαν αναγκασμένοι να γίνουν μέλη του μοναδικού κρατικού “συνδικάτου” – όπως και πριν κάτω από την εξουσία του Γκεοργκίεφ, ο οποίος εφάρμοζε το μοντέλο του Μουσολίνι στην Ιταλία – ενώ εισήχθη και η εργασία με το κομμάτι. Ωστόσο, σχηματίστηκαν οργανώσεις όπως η Νοτιοδυτική Βουλγάρικη Αναρχική Ένωση και η Ομάδα “Ελεζύ Ρεκλύ” στο Πέρνικ από αγωνιστές όπως ο Νάκοφ.
Το σταλινικό καθεστώς (9)
Η FAKB συγκάλεσε ένα συνέδριο στη Σόφια το 1945 για να συζητήσει το ζήτημα τη καταστολής, αλλά η κομμουνιστική πολιτοφυλακή συνέλαβε και τους 90 εκπροσώπους-συνέδρους και τους έστειλε σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό όμως δεν σταμάτησε την οργάνωση από το να διαμορφώσει μια αναρχική κομμουνιστική Πλατφόρμα.
Οι τοπικές αναρχικές ομάδες αναγκάστηκαν να σιγήσουν με τη βία και η επιθεώρηση της FAKB “Rabotnicheska Misal” (“Εργατική Σκέψη”) που είχε ανασυγκροτηθεί απαγορεύτηκε μετά από μόλις 8 τεύχη, για να επανεμφανιστεί για πολύ λίγο κατά τη διάρκεια των, υπό κομμουνιστικό έλεγχο, εκλογών κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και της Αγγλίας, φτάνοντας στην κυκλοφορία των 60.000 φύλλων (από 7.000 πριν), πριν απαγορευτεί οριστικά.
Το επόμενο συνέδριο της FAKB το 1946 έπρεπε να γίνει παράνομα.
Το χρόνο αυτό ο ηγέτης της Zveno Γκεοργκίεφ αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον κομμουνιστή Γκεόργκι Δημητρώφ. Η Zveno και η BZS διαλύθηκαν, καταργήθηκε η μοναρχία και η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε Λαϊκή Δημοκρατία. Οι αγροτιστές της BZS αρνήθηκαν να συνεργαστούν και το 1947 (χρόνο του θανάτου του αναρχικού βετεράνου Gerdzhikov) ο ηγέτης της οργάνωσης αυτής Νίκολα Πέτκοφ εκτελέστηκε από τους κομμουνιστές.
Το 1948 συνέβη η τελευταία μαζική σύλληψη 600 αναρχικών οι οποίοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Cuciyan (κοντά στο Πέρνικ, που ονομαζόταν από τους κρατούμενους εκεί “στρατόπεδο του θανάτου”), το Μπογκντανόβολ (που ονομαζόταν “στρατόπεδο των σκιών”), το Νοτζάρεβο, το Ταντόροβο και τη Μπόσνα. Στο μεταξύ, το Κομμουνιστικό Κόμμα ?%8